- ακατεύναστος
- -η, -οακαταπράυντος (βλ. λ.).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ἀκατεύναστος — not put to bed masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακατεύναστος — η, ο (Α ἀκατεύναστος, ον) [κατευνάζω] νεοελλ. αυτός που δεν έχει ή δεν μπορεί να κατευναστεί, να καταπραϋνθεί «ακατεύναστη οργή» αρχ. αυτός που δεν έχει πέσει στο κρεβάτι, δεν έχει κατακλιθεί … Dictionary of Greek
ἀκατεύναστον — ἀκατεύναστος not put to bed masc/fem acc sg ἀκατεύναστος not put to bed neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκατευνάστου — ἀκατεύναστος not put to bed masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκατευνάστους — ἀκατεύναστος not put to bed masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακοίμητος — η, ο (AM ἀκοίμητος, ον) (ΑΝ) 1. αυτός που δεν κοιμάται, δεν κοιμήθηκε ή δεν μπορεί να κοιμηθεί, άυπνος, άγρυπνος 2. ακατεύναστος, ακαταπράυντος (μσν. νεοελλ. μτφ.) 1. ακατάπαυστος, διαρκής, αιώνιος 2. αυτός που δεν σβήνει ποτέ, ο άσβηστος νεοελλ … Dictionary of Greek
αμέρευτος — και ανημέρευτος, η, ο 1. (για ζώα) αυτός που δεν εξημερώθηκε ή δεν μπορεί να εξημερωθεί, ανήμερος, ατίθασος 2. (για πρόσωπα ή πράγματα) εξαγριωμένος, ακατεύναστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερητ. + μερεύω. Η λ. ανημέρευτος αποτελεί παράλληλο τ. τού επιθ … Dictionary of Greek
αμείλιχος — ἀμείλιχος, ον (Α) [μειλίσσω] 1. αδυσώπητος, αμείλικτος 2. (για πράγματα) ακαταπράυντος, αμετρίαστος, ακατεύναστος … Dictionary of Greek
απράυντος — ἀπράυντος, ον (Α) ο ακατεύναστος … Dictionary of Greek